- θυράγματα
- θῠράγματα, τά, (θυράζω) ἀφοδεύματα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυράγματα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυράγματα — θυράόγματα, τὰ (Α) [θυράζω] (κατά τον Ησύχ.) «ἀφοδεύματα» … Dictionary of Greek
θυράζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη τού οποίου συνηγορεί η γλώσσα τού Ησύχ. θυράγματα αφοδεύματα] … Dictionary of Greek